Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π

  • 1 κατα-μίγνῡμι

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατα-μίγνῡμι

  • 2 περίστασις

    A standing round, τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων π.; crowds standing round the house, Telecl.35 ; π. ποιεῖσθαι, of crowds, Thphr.Char.8.12(pl.); ὄχλοιο π. Timo 34.1 : hence, in concretesense, crowd standing round, Plb.1.32.3, 18.53.11.
    2 surrounding, ἡ τοῦ ψυχροῦ π. Arist.Pr. 869a21 : in concrete sense, environment,

    π. ἀέρος ψυχροῦ Epicur.Ep.2p.50U.

    , cf. p.48 U.; surrounding space, Plb.6.31.1, 6.41.2 ; esp. free space round a building, OGI483.123, al. (Pergam., ii A. D.), IG14.352i8, 70 ([place name] Halaesa).
    b portico surrounding a hall or temple, ib.42(1).102.6 (Epid., iv B. C.), Callix.1 ;

    ἡ ἔξω π. τοῦ σηκοῦ IG7.3073.90

    (Lebad.).
    c district surrounding a village, neighbourhood, PTeb.14.19 (ii B. C.), al.
    II circumstances, situation, state of affairs, Plb.1.35.10, 4.67.4, etc.;

    αἱ π. [τῶν πόλεων] Id.10.21.3

    ; τὸ παράδοξον τῆς π. Posidon.36 J.; π. nostra, the position of my affairs, Cic.Att.4.8b.2 ; the actuality,

    μέζων τῆς π. ἡ φαντασίη Aret.SD2.9

    ; τὰ κατὰ περίστασιν καθήκοντα duties dependent on circumstances, Stoic.3.135, al., cf. Cic.Att.16.11.4, Phld.Rh.1.219 S. (pl.): sg. of a particular circumstance, Ael.Tact.35.1, A.D.Synt.145.4, etc.;

    κατά τινα π. γραμμάτων Gal.11.242

    .
    b esp. difficult position, crisis (both senses distd. in Arr.Epict.2.6.17, M.Ant.9.13);

    δὸς π. καὶ λάβε τὸν ἄνδρα Stoic.3.49

    ; κατὰ τὰς π. in critical times, Plb.1.82.7, cf. 4.33.12, etc.; διὰ τὰς τῶν καιρῶν π. SIG731.2 (Tomi, i B. C.);

    εἰς πᾶν ἐλθεῖν περιστάσεως Plb.4.45.10

    , cf. 1.84.9, etc.; χαλεπὴ π. LXX 2 Ma.4.16, cf. Dsc.Alex.Praef.; μετὰ τὴν κατασχοῦσαν τὴν πόλιν π. SIG708.7 (Istropolis, ii B. C.), cf. IG22.1338.27, Orph.Fr.285.63 ;

    ἐν π. ἰσχυρᾷ τῶν ἔξωθεν Porph.Abst.1.55

    .
    2 Rhet., circumstances of the case treated by a speaker, Quint. Inst.3.5.18, 5.10.104, Corn.Rh.p.362 H.; classified by Hermog.Inv. 3.5.
    3 outward pomp and circumstance, ἡ τοῦ βίου π. Plb.3.98.2, cf. 31.26.3 ; τρυφὴ καὶ π. Antig.Car. ap. Ath.12.547f; ὑπάρχων ἐν μεγάλῃ π. Phld.Acad.Ind.p.101 M.
    4 in Meteorology, of climatic conditions, ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π. Plb.3.84.2 ; λοιμικαὶ π. pestilential conditions, Id.6.5.5, cf. SIG731.7 (Tomi, i B. C.); καυματώδης π. D.S.4.22.
    b Astron., position of the heavenly bodies, ἐκλειπτικὴ π. Sch.Arat. 862.
    III veering round, of winds, Arist.Mete. 364b14, Pr. 942b27.
    3 direction of motion, αἱ ἓξ π., i. e. up, down, forwards, backwards, right, left, Nicom.Ar.2.6, 16.
    4 materials for use, PFlor.369.2 (ii A. D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίστασις

  • 3 περιστασις

        - εως ἥ
        1) стояние вокруг, окружение
        

    τὸ θερμὸν οὐ βαδίζει ἔξω διὰ τέν τοῦ ψυχροῦ περίστασιν Arst. — тепло не выходит наружу, будучи окружено холодом

        2) круг, кольцо, пояс
        

    (ἥ τῶν σκηνῶν π. Polyb.)

        3) обстоятельство, состояние, положение
        ἥ κατὰ τὸν ἀέρα π. Polyb. — состояние атмосферы;
        ἐπ΄ ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν Polyb. — в обстоятельствах обоего рода, т.е. в военное и в мирное время

        4) тж. pl. тяжелые обстоятельства, превратности
        

    κατὰ τὰς περιστάσεις Polyb. — в трудных обстоятельствах;

        ἀπολελύσθαι τῆς περιστάσεως Polyb.освободиться от опасности

        5) внешние обстоятельства, устройство
        

    (π. μεγαλομερής Polyb.)

        6) атмосфера, воздух или погода
        7) грам. обстоятельственное слово, обстоятельство

    Древнегреческо-русский словарь > περιστασις

  • 4 φωνή

    φων-ή, ,
    A sound, tone, prop., the sound of the voice, whether of men or animals with lungs and throat (

    ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Arist.de An. 420b5

    , cf. 29, HA 535a27, PA 664b1); opp. φθόγγος (v.

    φθόγγος 11

    ):
    I mostly of human beings, speech, voice, utterance,

    φ. ἄρρηκτος Il.2.490

    ;

    ἀτειρέα φ. 17.555

    ; φ. δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν, of Ajax' battle-cry, 15.686; of the battle- cry of an army,

    Τρώων καὶ Ἀχαιῶν.. φ. δεινὸν ἀϋσάντων 14.400

    : pl., of the cries of market-people, X.Cyr.1.2.3;

    ὁ τόνος τῆς φ. Id.Cyn.6.20

    , D.18.280, Aeschin.3.209; ὀξεῖα, βαρυτέρα, λεία, τραχεῖα φ., Pl.Ti. 67b;

    φ. μαλακή Ar.Nu. 979

    (anap.); μιαρά, ἀναιδής, Id.Eq. 218, 638: with Verbs,

    φωνὴν ῥῆξαι Hdt.1.85

    , Ar.Nu. 357 (anap.);

    φ. ἱέναι Hdt.2.2

    , 4.23, Pl.Phdr. 259d, etc.;

    φ. ἥσει E.HF 1295

    ;

    προΐεσθαι Aeschin.2.23

    ;

    ἀρθροῦν X.Mem.1.4.12

    ;

    διαρθρώσασθαι Pl.Prt. 322a

    ;

    ἐντείνασθαι Aeschin.2.157

    ;

    φ. ἐπαρεῖ D.19.336

    ;

    φωνῇ

    with his voice, aloud,

    Il.3.161

    , Pi.P.9.29;

    εἶπε τῇ φωνῇ τὰ ἀπόρρητα Lys.6.51

    ;

    διὰ ζώσης φωνῆς Anon.Geog.Epit.1p.488M.

    ; μιᾷ φ. with one voice, Luc. Nigr.14; ἀπὸ φωνῆς, c. gen., dictated by.., Choerob.in Thd.1.103 tit., Marin. in Euc.Dat.p.234 M., Olymp. in Grg.p.1 N., Pall. in Hp.2.1 D.: pl., αἱ φ. the notes of the voice, Pl.Grg. 474e;

    σχήμασι καὶ φωναῖς Arist. Rh. 1306a32

    : prov., φωνῇ ὁρᾶν, of a blind man, S.OC 138 (anap.); πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέντα, i.e. using every effort, Pl.Lg. 890d, cf. Euthd. 293a;

    πάσας ἀφιέναι φωνάς Id.R. 475a

    , D.18.195;

    φωνὰς ἀπρεπεῖς προΐεντο PTeb.802.15

    (ii B. C.).
    2 the cry of animals, as of swine, dogs, oxen, Od.10.239, 12.86, 396; of asses, Hdt.4.129; of the nightingale, song, Od.19.521;

    ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Arist.Pr. 895a4

    .
    3 any articulate sound, opp. inarticulate noise ([etym.] ψόφος)

    , φ. κωκυμάτων S.Ant. 1206

    ;

    ὥσπερ φωνῆς οὔσης κατὰ τὸν ἀέρα πολλάκις καὶ λόγου ἐν τῇ φωνῇ Plot.6.4.12

    :

    στοιχεῖόν ἐστι φ. ἀδιαίρετος Arist.Po. 1456b22

    ; also esp. of vowelsound, opp. to that of consonants, Pl.Tht. 203b, Arist.HA 535a32; in literary criticism, of sound, opp. meaning, Phld.Po.5.20 (pl.), 21.
    4 of sounds made by inanimate objects, mostly Poet.,

    κερκίδος φ. S.Fr. 595

    ;

    συρίγγων E.Tr. 127

    (lyr.);

    αὐλῶν Mnesim.4.56

    (anap.); rare in early Prose,

    ὀργάνων φωναί Pl.R. 397a

    ; freq. in LXX,

    ἡ φ. τῆς σάλπιγγος LXX Ex.20.18

    ; φ. βροντῆς ib. Ps.103(104).7;

    ἡ φ. αὐτοῦ ὡς φ. ὑδάτων πολλῶν Apoc.1.15

    .
    5 generally, sound, defined as ἀὴρ πεπληγμένος, πληγὴ ἀέρος, Zeno Stoic.1.21, Chrysipp.ib.2.43.
    2 language, hdt.4.114, 117;

    φ. ἀνθρωπηΐη Id.2.55

    ;

    ἀγνῶτα φ. βάρβαρον A.Ag. 1051

    ;

    φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Id.Ch. 563

    , cf. E.Or. 1397 (lyr.), Th.6.5, 7.57, X.Cyn.2.3, Pl.Ap. 17d, etc.;

    τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. Id.Tht. 163b

    ;

    κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. Id.Cra. 398d

    , cf. 409e.
    III phrase, saying,

    τὴν Σιμωνίδου φ. Id.Prt. 341b

    ;

    ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Plu.2.106b

    , cf. 330f, etc.; of formulae,

    στοιχειώματα καὶ φ. Epicur.Ep.1p.4U.

    , cf. Sent.Vat.41 (= Metrod. Fr.59);

    αἱ σκεπτικαὶ φ. S.E.P.1.14

    , cf. Jul.Or.5.162b, etc.
    IV report, rumour, LXXGe.45.16.
    b message, Sammelb.7252.21 (iii/iv A. D.).
    V loud talk, bragging, Epicur.Sent.Vat. 45.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φωνή

  • 5 περί-στασις

    περί-στασις, , das Herumstehen, die Umgebung, der Ort oder die Gegend, wovon man umgeben ist, worin man lebt, auch die Umstehenden, der Volkshaufe, ἡ ἔξω περ., Pol. 18, 36, 11; Theophr. char. 8. – Gew. die äußeren Umstände; Pol. 1, 32, 3; ἐπὶ παντὸς καιροῠ καὶ περιστάσεως, 1, 35, 10; ἐπ' ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν, 4, 67, 4, d. i. im Kriege und im Frieden; ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περ., Beschaffenheit, 3, 84, 2; καυματώδης, χειμέριος, D. Sic. 4, 22. 13, 83; bes. aber im schlimmen Sinne, Noth, Gefahr, oft bei Pol., π ολλοὺς καιροὺς καὶ περιστάσεις ἔχοντες 4, 32, 2, ἀόρατοι παντὸς κακοῠ καὶ πάσης περιστάσεως 2, 21, 2, ἀπολελύσϑαι τῆς περιστάσεως, von der Gefahr befrei't sein, 10, 14, 5; ἐν περιστάσει τοιαύτῃ, Luc. mort. Peregr. 18. – Auch Umstände, die man macht, Zurüstungen, prunkhafte Umgebungen; μεγαλομερής, Pol. 32, 12, 3; βίου, 3, 98, 2; a. Sp., wie Plut.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > περί-στασις

  • 6 συ-στροφή

    συ-στροφή, , das Zusammendrehen, -drängen, -ziehen, Plat. Polit. 282 e, das Sammeln, Vereinigen. Bes. das Zusammengedrängte, Versammelte, dichte Masse, Volkshaufe, Kriegsschaar, Her. 7, 9, 1; νεῶν, Pol. 4, 34, 6; – ἀνέμου, Wirbelwind, ὄμβρου, Platzregen, ib. 3, 74, 5; ἐξαίσιος συστροφὴ κατὰ τὸν ἀέρα, 11, 24, 9; ὑδάτων, Strudel. – Bei den Medic., wie Hippocr., Anhäufung ausgetretener Säfte, Geschwulst. – Uebertr., τῆς λέξεως, die abgerundete, bündige Kürze des Ausdrucks, D. Hal.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συ-στροφή

  • 7 δυσσυνοπτος

        2
        с трудом обозримый, плохо видный
        

    (ἥ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Polyb.)

    Древнегреческо-русский словарь > δυσσυνοπτος

  • 8 ἠερόποιταν

    ἠερό-ποιταν· ἐπιτιμῶσαν, and [suff] ἠερό-πομπα· κατὰ τὸν ἀέρα φαινόμενα, Hsch.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠερόποιταν

  • 9 περίστασις

    περί-στασις, , das Herumstehen, die Umgebung, der Ort oder die Gegend, wovon man umgeben ist, worin man lebt, auch die Umstehenden, der Volkshaufe. Gew. die äußeren Umstände; ἐπ' ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν, = im Kriege und im Frieden; ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περ., Beschaffenheit; bes. aber im schlimmen Sinne: Not, Gefahr; ἀπολελύσϑαι τῆς περιστάσεως, von der Gefahr befreit sein. Auch Umstände, die man macht, Zurüstungen, prunkhafte Umgebungen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > περίστασις

  • 10 αέρας

    ο
    1) воздух; атмосфера;

    καθαρός αέραέρας — чистый, свежий воздух;

    ρευστός αέρας физ. — жидкий воздух;

    πεπιεσμένος αέρας — сжатый воздух;

    ο αέρας γέμισε καπνό — воздух загрязнён дымом;

    2) ветер;

    ευνοϊκός αέρας — попутный ветер;

    ενάντιος ( — или αντίθετος) αέρας — встречный ветер;

    3) климат;

    ο αέρας τού νησιού δεν τον ωφελεί — климат острова для него вреден;

    4) осанка; манера держаться;

    αύτη έχει αέρα αρχοντιάς — у неё аристократическая манера держаться;

    5) малость; чуть-чуть;

    τό φόρεμα θέλει έναν αέρα μακρύτερο — платье надо чуть-чуть удлинить;

    6) тех (небольшой) зазор;
    7) уверенность, смелость в обращении;

    του λείπει ο αέραςу него нет уверенности (в манере держаться);

    8) проворство, сноровка, ловкость;

    πήρε τον αέρα της δουλείας — он освоился с работой;

    9) развязность, наглость;

    μπήκε στο γραφείο με αέρα — он бесцеремонно вошёл в кабинет;

    10) вознаграждение маклера или посредника;
    11) отступное;

    πήρε εκατό χιλιάδες αέρα — ему дали сто тысяч отступного;

    12) право на надстройку здания; верх здания (годный для надстройки);

    αγόρασα τον αέρα — я купил право на надстройку здания;

    13) вид (из окна);

    τό νέο κτίριο μας έκοψε τον αέρα — новое здание закрыло нам вид из окна;

    § λόγια τού αέρα — пустые слова;

    αέρας φρέσκος ( — или каβουρδιστός) — пустые слова, пустые обещания;

    έχω πολύν αέρα — воображать о себе;

    παίρνω πολύν αέρα — наглеть; — становиться нахальным;

    αέρα κοπανάω ( — или κοπανίζω) — а) заниматься бесполезным делом, толочь воду в ступе; — б) говорить на ветер, впустую;

    πήρε ο νούς του αέρας — или πήραν τα μυαλά του αέρα — он возомнил о себе; — он зазнался;

    τού'κοψα τον αέρα — я с него сбил спесь;

    αυτός πηγαίνει πάντα κατά πού φυσάει ο αέρας прям., перен. — он всегда плывёт по течению;

    στον αέρα — на ветер, напрасно, впустую;

    αέρα! — а) воен, ура! (при атаке); — б) долой!, вон!, убирайся!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αέρας

  • 11 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 12 ἔχω

    ἔχω (Hom.+) impf. εἶχον, 1 pl. εἴχαμεν and 3 pl. εἶχαν (both as vv.ll.; Mlt-H. 194; B-D-F §82) Mk 8:7; Rv 9:8 or εἴχοσαν (B-D-F §84, 2; Mlt-H. 194; Kühner-Bl. II p. 55) J 15:22, 24; 2 aor. ἔσχον; mixed aor. forms include ἔσχαν Hv 3, 5, 1, ἔσχοσαν 1 Esdr 6:5; 1 Macc 10:15 (ἔσχον, εἴχον vv.ll.); pf. ἔσχηκα; plpf. ἐσχήκειν.—In the following divisions: act. trans. 1–9; act. intr. 10; mid. 11.
    to possess or contain, have, own (Hom.+)
    to possess someth. that is under one’s control
    α. own, possess (s. esp. TestJob 9f) κτήματα πολλά own much property Mt 19:22; Mk 10:22. πρόβατα Lk 15:4; J 10:16. θησαυρόν Mt 19:21; Mk 10:21b. βίον living Lk 21:4; 1J 3:17. δραχμὰς δέκα Lk 15:8. πλοῖα Rv 18:19. κληρονομίαν Eph 5:5. θυσιαστήριον Hb 13:10a; μέρος ἔ. ἔν τινι have a share in someth. Rv 20:6. Gener. μηδὲν ἔ. own nothing (SibOr 3, 244) 2 Cor 6:10. ὅσα ἔχεις Mk 10:21; cp. 12:44; Mt 13:44, 46; 18:25. τί ἔχεις ὸ̔ οὐκ ἔλαβες; what do you have that you have not been given? 1 Cor 4:7. The obj. acc. is often used w. an adj. or ptc.: ἔ. ἅπαντα κοινά have everything in common Ac 2:44 (cp. Jos., Ant. 15, 18). ἔ. πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα have many good things stored up Lk 12:19.—Hb 12:1. Abs. ἔ. have (anything) (Soph.et al.; Sir 13:5; 14:11) Mt 13:12a; Mk 4:25a; Lk 8:18a. ἐκ τοῦ ἔχειν in accordance w. what you have 2 Cor 8:11. ἔ. εἰς ἀπαρτισμόν have (enough) to complete Lk 14:28. W. neg. ἔ. have nothing Mt 13:12b; Mk 4:25b; Lk 8:18b.—ὁ ἔχων the one who has, who is well off (Soph., Aj. 157; Eur., Alc. 57; X., An. 7, 3, 28; Ar. 15:7). πᾶς ὁ ἔχων everyone who has (anything) Mt 25:29a; Lk 19:26a. ὁ μὴ ἔχων the one who has nothing (X., An. 7, 3, 28; 1 Esdr 9:51, 54; 2 Esdr 18:10) Mt 25:29b; Lk 19:26b; 1 Cor 11:22.
    β. have = hold in one’s charge or keeping ἔ. τὰς κλεῖς hold the keys Rv 1:18; cp. 3:7. τὸ γλωσσόκομον the money-box J 12:6; 13:29.
    to contain someth. have, possess, of the whole in relation to its parts
    α. of living beings, of parts of the body in men and animals μέλη Ro 12:4a; cp. 1 Cor 12:12. σάρκα καὶ ὀστέα Lk 24:39 (Just., A I, 66, 2 καὶ σάρκα καὶ αἷμα) ἀκροβυστίαν Ac 11:3. οὖς Rv 2:7, 11. ὦτα Mt 11:15; Mk 7:16; Lk 8:8. χεῖρας, πόδας, ὀφθαλμούς Mt 18:8f; Mk 9:43, 45, 47. Of animals and animal-like beings ἔ. πρόσωπον Rv 4:7. πτέρυγας vs. 8. κέρατα 5:6. ψυχάς 8:9. τρίχας 9:8. κεφαλάς 12:3 (TestAbr B 14 p. 118, 19 [Stone p. 84]) al. ἔχοντες ὑγιῆ τὴν σάρκα AcPlCor 2:32 (Just., D. 48, 3 σάρκα ἔχων). Of plants (TestAbr B 3 p. 107, 6 [Stone p. 62] εὗρον δένδρον … ἔχον κλάδους) ῥίζαν ἔ. Mt 13:6; Mk 4:6.
    β. of inanimate things: of cities τ. θεμελίους ἔ. Hb 11:10; cp. Rv 21:14. Of a head-covering χαρακτῆρα ἔχει βασιλικόν has a royal emblem GJs 2:2.
    to have at hand, have at one’s disposal have ἄρτους Mt 14:17; cp. 15:34; J 21:5, where the sense is prob. ‘Did you catch any fish for breakfast?’. οὐκ ἔχω ὸ̔ παραθήσω αὐτῷ I have nothing to set before him Lk 11:6. μὴ ἐχόντων τί φάγωσι since they had nothing to eat Mk 8:1; cp. Mt 15:32 (Soph., Oed. Col. 316 οὐκ ἔχω τί φῶ). οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω I have no place to store Lk 12:17. ἄντλημα a bucket J 4:11a. οἰκίας ἔ. have houses (at one’s disposal) 1 Cor 11:22. Of pers.: have (at one’s disposal) (PAmh 92, 18 οὐχ ἕξω κοινωνόν and oft. in pap) Moses and the prophets Lk 16:29. παράκλητον an advocate, a helper 1J 2:1. οὐδένα ἔ. ἰσόψυχον Phil 2:20. ἄνθρωπον οὐκ ἔ. J 5:7.
    to have within oneself have σύλλημα ἔχει ἐκ πνεύματος ἁγίου she has something conceived through the Holy Spirit GJs 18:1. Var. constr. w. ἐν: of women ἐν γαστρὶ ἔ. be pregnant (γαστήρ 2) Mt 1:18, 23 (Is 7:14); 24:19; Mk 13:17; Lk 21:23; 1 Th 5:3; Rv 12:2. ἔ. τινὰ ἐν τῇ καρδίᾳ have someone in one’s heart Phil 1:7 (Ovid, Metam. 2, 641 aliquem clausum pectore habere). ἔ. τι ἐν ἑαυτῷ (Jos., Ant. 8, 171; cp. TestAbr A 3 p. 80, 14 [Stone p. 8] ἔκρυψεν τὸ μυστήριον, μόνος ἔχων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ): ζωήν J 5:26. τὴν μαρτυρίαν 1J 5:10; τὸ ἀπόκριμα τοῦ θανάτου have a sentence of death within oneself 2 Cor 1:9.
    to have with oneself or in one’s company have μεθʼ ἑαυτοῦ (X., Cyr. 1, 4, 17) τινά someone Mt 15:30; 26:11; Mk 2:19; 14:7; J 12:8; AcPl Ha 8, 35; σὺν αὐτῷ 4:18.—The ptc. w. acc. = with (Diod S 12, 78, 1 ἔχων δύναμιν with a [military] force; 18, 61, 1 ὁ θρόνος ἔχων τὸ διάδημα the throne with the diadem; JosAs 27:8 ἔχοντες ἐσπασμένας τὰς ῥομφαίας ‘with their swords drawn’) ἀνέβησαν ἔχοντες αὐτόν they went up with him Lk 2:42 D.
    to stand in a close relationship to someone, have, have as
    of relatives πατέρα ἔ. J 8:41. ἀδελφούς Lk 16:28. ἄνδρα (Aristot., Cat. 15b, 27f λεγόμεθα δὲ καὶ γυναῖκα ἔχειν καὶ ἡ γυνὴ ἄνδρα; Tob 3:8 BA) be married (of the woman) J 4:17f; 1 Cor 7:2b, 13; Gal 4:27 (Is 54:1). γυναῖκα of the man (cp. Lucian, Tox. 45; SIG 1160 γυναικὸς Αἴ., τῆς νῦν ἔχει; PGM 13, 320; 1 Esdr 9:12, 18; Just., D. 141, 4 πολλὰς ἔσχον γυναίκας. As early as Od. 11, 603 Heracles ἔχει Ἥβην) 1 Cor 7:2a, 12, 29 (for the wordplay cp. Heliod. 1, 18, 4 in connection w. the handing over of a virgin: σὺ ἔχων οὐκ ἕξεις; Crates, 7th Ep. [p. 58, 8 Malherbe] πάντʼ ἔχοντες οὐδὲν ἔχετε). τέκνα Mt 21:28; 22:24; 1 Ti 3:4; 5:4; Tit 1:6. υἱούς (Artem. 5, 42 τὶς τρεῖς ἔχων υἱούς; cp. θυγατέρα TestAbr B 10 p. 114, 17 [Stone p.76]) Lk 15:11; Gal 4:22. σπέρμα have children Mt 22:25. W. acc. as obj. and in predicate (Ar. 8, 4 τούτους συνηγόρους ἔχοντες τῆς κακίας; 11, 3 ἔσχε μοιχὸν τὸν Ἄρην; Ath. 7, 2 ἔχομεν προφήτας μάρτυρας) ἔ. τινὰ πατέρα have someone as father Mt 3:9. ἔ. τινὰ γυναῖκα (w. γυναῖκα to be understood fr. the context) 14:4; cp. Mk 6:18; ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔ. that someone has taken his father’s wife (as his own wife: the simple ἔχειν in this sense as Plut., Cato Min. 21, 3; Appian, Bell. Civ. 3, 10 §34; Jos., C. Ap. 1, 147. Perh. an illicit relationship is meant, as Longus 4, 17; Hesychius Miles. [VI A.D.], Viri Ill. 4 JFlach [1880] ἔχω Λαί̈δα) 1 Cor 5:1 (Diod S 20, 33, 5 of a man who had illicit relations with his stepmother: ἔχειν λάθρᾳ τοῦ πατρὸς τὴν Ἀλκίαν).
    more gener. φίλον have a friend Lk 11:5. ἀσθενοῦντας have sick people Lk 4:40 and χήρας widows 1 Ti 5:16 to care for; παιδαγωγοὺς ἔ. 1 Cor 4:15. δοῦλον Lk 17:7. οἰκονόμον 16:1; κύριον ἔ. have a master, i.e. be under a master’s control Col 4:1; δεσπότην ἔ. 1 Ti 6:2; βασιλέα J 19:15. ἀρχιερέα Hb 4:14; 8:1. ποιμένα Mt 9:36. ἔχων ὑπʼ ἐμαυτὸν στρατιώτας I have soldiers under me Lk 7:8. W. direct obj. and predicate acc. ἔ. τινὰ ὑπηρέτην have someone as an assistant Ac 13:5 (Just., A I, 14, 1) ἔ. τινὰ τύπον have someone as an example Phil 3:17.—Of the relation of Christians to God and to Jesus ἔ. θεόν, τὸν πατέρα, τὸν υἱόν have God, the Father, the Son, i.e. be in communion w. them 1J 2:23; 2J 9; AcPl Ha 4, 7.—HHanse, at end of this entry.
    to take a hold on someth., have, hold (to), grip
    of holding someth. in one’s hand ἔ. τι ἐν τῇ χειρί have someth. in one’s hand (since Il. 18, 505) Rv 1:16; 6:5; 10:2; 17:4. Of holding in the hand without ἐν τῇ χειρί (Josh 6:8; JosAs 5:7) ἔ. κιθάραν 5:8. λιβανωτὸν χρυσοῦν 8:3, cp. vs. 6; 14:17 and s. ἀλάβαστρον Mt 26:7 and Mk 14:3.
    of keeping someth. safe, a mina (a laborer’s wages for about three months) in a handkerchief keep safe Lk 19:20.
    of holding fast to matters of transcendent importance, fig. τὴν μαρτυρίαν Rv 6:9; 12:17; 19:10; the secret of Christian piety 1 Ti 3:9; an example of sound teaching 2 Ti 1:13; keep (Diod S 17, 93, 1 τὴν βασιλείαν ἔχειν=keep control) Mk 6:18.
    of states of being hold, hold in its grip, seize (Hom. et al.; PGiss 65a, 4 παρακαλῶ σε κύριέ μου, εἰδότα τὴν ἔχουσάν με συμφορὰν ἀπολῦσαί μοι; Job 21:6; Is 13:8; Jos., Ant. 3, 95 δέος εἶχε τοὺς Ἑβρ.; 5, 63; Just., D. 19, 3) εἶχεν αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις trembling and amazement had seized them Mk 16:8.
    to carry/bear as accessory or part of a whole, have on, wear, of clothing, weapons, etc. (Hom. et al.; LXX; TestAbr B p. 114, 22 [Stone p. 76]) τὸ ἔνδυμα Mt 3:4; 22:12 (cp. ἔνδυσιν TestJob 25:7). κατὰ κεφαλῆς ἔχων w. τὶ to be supplied while he wears (a covering) on his head 1 Cor 11:4. ἔ. θώρακας Rv 9:9, 17. ἔ. μάχαιραν wear a sword (Jos., Ant. 6, 190) J 18:10. Sim. of trees ἔ. φύλλα have leaves Mk 11:13 (ApcSed. 8:8).
    be in a position to do someth., can, be able, ἔ. w. inf. foll. (Hom. et al.; cp. Eur., Hec. 761; Hdt. 1, 49; Pla., Phd. p. 76d; Demosth., Ep. 2, 22; Theocr. 10, 37 τὸν τρόπον οὐκ ἔχω εἰπεῖν=I cannot specify the manner; Lucian, Dial. Mort. 21, 2, Hermot. 55; Epict. 1, 9, 32; 2, 2, 24 al.; Ael. Aristid. 51, 50 K.=27 p. 546 D.: οὐκ ἔχω λέγειν; PPetr II, 12, 1, 16; PAmh 131, 15; Pr 3:27; ApcEsdr 2:24; 3:7; 6:5; TestAbr A 8, p. 86, 13 [Stone p. 20]; Jos., Ant. 1, 338; 2, 58; Just., A I, 19, 5, D. 4, 6 οὐκ ἔχω εἰπεῖν) ἔ. ἀποδοῦναι be able to pay Mt 18:25a; Lk 7:42; 14:14. μὴ ἔ. περισσότερον τι ποιῆσαι be in a position to do nothing more 12:4. οὐδὲν ἔ. ἀντειπεῖν be able to make a reply Ac 4:14; cp. Tit 2:8. ἔ. κατηγορεῖν αὐτοῦ J 8:6 (cp. 9a below, end). ἀσφαλές τι γράψαι οὐκ ἔχω I have nothing definite to write Ac 25:26a; cp. 26b. ἔ. μεταδιδόναι Eph 4:28a. ἔ. τὴν τούτων μνήμην ποιεῖσθαι be able to recall these things to mind 2 Pt 1:15. κατʼ οὐδενὸς εἶχεν μείζονος ὀμόσαι he could swear by no one greater Hb 6:13. In the same sense without the actual addition of the inf., which is automatically supplied fr. context (X., An. 2, 1, 9) ὸ̔ ἔσχεν (i.e. ποιῆσαι) ἐποίησεν she has done what she could Mk 14:8.
    to have an opinion about someth., consider, look upon, view w. acc. as obj. and predicate acc. (POxy 292, 6 [c. 25 A.D.] ἔχειν αὐτὸν συνεσταμένον=look upon him as recommended; 787 [16 A.D.]; PGiss 71, 4; Job 30:9; Ps.-Clem., Hom. 16, 19; Ath. 32, 3 τοὺς μὲν υἱοὺς … νοοῦμεν, τοὺς δὲ ἀδελφούς ἔχομεν) ἔχε με παρῃτημένον consider me excused (= don’t expect me to come) Lk 14:18b, 19 (cp. Martial 2, 79 excusatum habeas me). τινὰ ἔντιμον ἔ. hold someone in honor Phil 2:29. ἔ. τινὰ ὡς προφήτην consider someone a prophet Mt 14:5; 21:26, 46 v.l. (cp. GNicod 5 [=Acta Pilati B 5 p. 297 Tdf.] ἔχειν [Jannes and Jambres] ὡς θεούς; Just., D. 47, 5 τὸν μετανοοῦντα … ὡς δίκαιον καὶ ἀναμάρτητον ἔχει). ἔ. τινὰ εἰς προφήτην consider someone a prophet Mt 21:46 (cp. Duris [III B.C.]: 76 Fgm. 21 Jac. ὸ̔ν εἰς θεοὺς ἔχουσιν). εἶχον τ. Ἰωάννην ὄντως ὅτι προφήτης ἦν they thought that John was really a prophet Mk 11:32.
    to experience someth., have (freq. in auxiliary capacity CTurner, JTS 28, 1927, 357–60)
    of all conditions of body and soul (Hom. et al.; LXX)
    α. of illness, et al. (ApcMos 6 νόσον καὶ πόνον ἔχω; Jos., C. Ap. 1, 305) ἀσθενείας have sicknesses/diseases Ac 28:9. μάστιγας physical troubles Mk 3:10. πληγὴν τῆς μαχαίρης Rv 13:14. θλῖψιν J 16:33b; 1 Cor 7:28; Rv 2:10. Esp. of possession by hostile spirits: δαιμόνιον ἔ. be possessed by an evil spirit Mt 11:18; Lk 7:33; 8:27; J 7:20; 8:48f, 52; 10:20. Βεελζεβούλ Mk 3:22. πνεῦμα ἀκάθαρτον vs. 30; 7:25; Ac 8:7. πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου Lk 4:33. πνεῦμα πονηρόν Ac 19:13. πνεῦμα ἄλαλον Mk 9:17. πνεῦμα ἀσθενείας spirit of sickness Lk 13:11. τὸν λεγιῶνα (the evil spirit called) Legion Mk 5:15.
    β. gener. of conditions, characteristics, capabilities, emotions, inner possession: ἀγάπην ἔ. have love (cp. Diod S 3, 58, 3 φιλίαν ἔχειν; Just., D. 93, 4 φιλίαν ἢ ἀγάπην ἔχοντε) J 5:42; 13:35; 15:13; 1J 4:16; 1 Cor 13:1ff; 2 Cor 2:4; Phil 2:2; 1 Pt 4:8. ἀγνωσίαν θεοῦ fail to know God 1 Cor 15:34. ἁμαρτίαν J 9:41; 15:22a. ἀσθένειαν Hb 7:28. γνῶσιν 1 Cor 8:1, 10 (Just., A II, 13, 1; D. 28, 4). ἐλπίδα Ac 24:15; Ro 15:4; 2 Cor 3:12; 10:15; Eph 2:12; 1J 3:3 (Ath. 33, 1). ἐπιθυμίαν Phil 1:23. ἐπιποθίαν Ro 15:23b; ζῆλον ἔ. have zeal Ro 10:2. Have jealousy Js 3:14. θυμόν Rv 12:12. λύπην (ApcMos 3 p. 2, 16 Tdf.) J 16:21f; 2 Cor 2:3; Phil 2:27; μνείαν τινὸς ἔ. remember someone 1 Th 3:6. παρρησίαν Phlm 8; Hb 10:19; 1J 2:28; 3:21; 4:17; 5:14. πεποίθησιν 2 Cor 3:4; Phil 3:4. πίστιν Mt 17:20; 21:21; Mk 4:40; Ac 14:9; Ro 14:22; 1 Cor 13:2; 1 Ti 1:19 al. (Just., A I, 52, 1). προφητείαν have the gift of prophecy 1 Cor 13:2. σοφίαν (X., Mem. 2, 3, 10) Rv 17:9. συνείδησιν ἁμαρτιῶν Hb 10:2. καλὴν συνείδησιν 13:18; ἀγαθὴν ς. 1 Ti 1:19; 1 Pt 3:16; ἀπρόσκοπον ς. Ac 24:16; ὑπομονήν Rv 2:3. φόβον 1 Ti 5:20. χαράν Phlm 7. χάριν ἔ. τινί be grateful to someone Lk 17:9; 1 Ti 1:12; 2 Ti 1:3; σιγὴν ἔ. be silent Hs 9, 11, 5. ἀνάγκην ἔσχον I felt it necessary Jd 3 (HKoskenniemi, Studien zur Idee und Phraseologie des Griechischen Briefes bis 400 n. Chr. ’56, 78–87).
    γ. of advantages, benefits, or comforts that one enjoys: ἔ. τὰ αἰτήματα to have been granted the requests 1J 5:15; ἀνάπαυσιν ἔ. have rest Rv 4:8; 14:11; ἀπόλαυσιν τινος ἔ. enjoy someth. Hb 11:25. βάθος γῆς Mt 13:5b; Mk 4:5b; γῆν πολλήν Mt 13:5a; Mk 4:5a. τὴν προσέλευσιν τὴν πρὸς τὸν κύριον AcPl Ha 8, 22f; εἰρήνην Ro 5:1. ἐλευθερίαν Gal 2:4. S. ἐξουσία, ἐπαγγελία, ἔπαινος, ζωή, ἰκμάς, καιρός, καρπός, καύχημα, καύχησις, λόγος, μισθός, νοῦς, πνεῦμα, προσαγωγή, πρόφασις, τιμή, χάρις (=favor), χάρισμα.
    δ. of a sense of obligation in regard to someth.—W. dir. object have = have someth. over one, be under someth.: ἀνάγκην ἔχειν be under necessity 1 Cor 7:37a; w. inf. foll. have a need (ἀνάγκη 1) Lk 14:18; 23:16 v.l.; Hb 7:27; χρείαν ἔ. be in need abs. Eph 4:28b; τινός need someth. (Aeschyl. et al.; SIG 333, 20; 421, 35 al.; PPetr III, 42 G 9, 7 [III B.C.] ἐάν τινος χρείαν ἔχῃς; Ath. 13, 2 ποίας ἔτι χρείαν ἑκατόμβης ἔχει;) Mt 6:8; 9:12a; Mk 11:3; Lk 19:31, 34; J 13:29; 1 Cor 12:21; Hb 10:36 al.; w. inf. foll. (TestSol 13:2) Mt 3:14; 14:16; J 13:10; 1 Th 1:8; 4:9; 5:1. νόμον J 19:7. ἐπιταγήν 1 Cor 7:25. ἐντολήν (SIG 559, 9 ἔ. τὰς ἰντολάς; 1 Esdr 4:52; 2 Macc 3:13; Jos., Bell. 1, 261) Hb 7:5; 1J 2:7; 4:21; 2J 5; cp. J 14:21. διακονίαν 2 Cor 4:1. ἀγῶνα Phil 1:30; Col 2:1. πρᾶξιν Ro 12:4b. ἔγκλημα Ac 23:29. κόλασιν ApcPt Bodl. (ApcEsdr 1:22 p. 25, 17 Tdf.).
    ε. of a sense of inevitability in respect to some action.—W. inf. foll. one must (Ps.-Callisth. 2, 1, 3 καθαιρεθῆναι ἔχεις=you must be deposed; Porphyr., Against the Christians 63 Harnack [ABA 1916] παθεῖν; Gen 18:31; Jos., Ant. 19, 348 τοῦ τεθνάναι; TestSol 5:12 σίδηρα ἔχεις φορέσαι; TestAbr A 18 p. 100, 22 [Stone p. 48] τοῦ βίου τοῦτου ἀπαλλάξαι εἶχες; Just., D. 51, 2 ἔργῳ πεισθήναι ὑμῶν ἐχόντων) βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι I must undergo a baptism Lk 12:50. ἔχω σοί τι εἰπεῖν I have someth. to say to you (Lucian, Philops. 1 ἔχεις μοι εἰπεῖν. Without dat. Aelian, VH 2, 23; Jos., Ant. 16, 312) 7:40. καινόν σοι θέαμα ἔχω ἐξηγήσασθαι I have a wonderful new thing to tell you=‘I must tell you about something wonderful that I’ve just seen’ GJs 19:3. ἀπαγγεῖλαι Ac 23:17, 19; cp. vs. 18. πολλὰ γράφειν 2J 12; 3J 13.
    of temporal circumstances w. indications of time and age: πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις you are not yet fifty years old J 8:57 (cp. Jos., Ant. 1, 198). τριάκοντα κ. ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ who had been sick for 38 years 5:5 (Cyranides p. 63, 25 πολὺν χρόνον ἔχων ἐν τῇ ἀρρωστίᾳ. W. cardinal numeral TestJob 26:1 δέκα ἑπτὰ ἔτη ἔχω ἐν ταῖς πληγαῖς; POxy 1862, 17 τέσσαρες μῆνας ἔχει. Mirac. S. Georgii 44, 7 [JAufhauser 1913] ἔσχεν … ἔτη ἑπτά); cp. Mt 9:20 v.l. τέσσαρας ἡμέρας ἔ. ἐν τῷ μνημείῳ have lain in the grave for four days J 11:17 (Jos., Ant. 7, 1 αὐτοῦ δύο ἡμέρας ἔχοντος ἐν τῇ Σεκέλλᾳ). πολὺν χρόνον ἔ. be (somewhere or in a certain condition) for a long time 5:6. ἡλικίαν ἔχειν be of age (Pla., Euthyd. 32, 306d; Plut., Mor. 547a; BGU 168 τοῖς ἀτελέσι ἔχουσι τὴν ἡλικίαν) 9:21, 23. τέλος ἔχειν have an end, be at an end (Lucian, Charon 17; UPZ 81 III, 20 [II A.D.] τέλος ἔχει πάντα; Ar. 4:2 ἀρχὴν καὶ τέλος) Mk 3:26; Lk 22:37 (on the latter pass. s. τέλος 2); cp. Hb 7:3.
    as connective marker, to have or include in itself, bring about, cause w. acc. (Hom. et al.; Wsd 8:16) of ὑπομονή: ἔργον τέλειον Js 1:4. Of πίστις: ἔργα 2:17. Of φόβος: κόλασιν 1J 4:18. Of παρρησία: μεγάλην μισθαποδοσίαν Hb 10:35. Of πολυτέλεια: λύπην, χαράν Hs 1, 10. ἐσχάτην εὐλογίαν, ἥτις διαδοχὴν οὐκ ἔχει ultimate blessing, which has no successor GJs 6:2.
    special combinations
    w. prep. ἐν: τὸν θεὸν ἔ. ἐν ἐπιγνώσει acknowledge God Ro 1:28 (cp. ἐν ὀργῇ ἔ. τινά=‘be angry at someone’, Thu. 2, 18, 5; 2, 21, 3; ἐν ὀρρωδίᾳ ἔ. τ. 2, 89, 1; ἐν ἡδονῇ ἔ. τ.=‘be glad to see someone’ 3, 9, 1; ἐν εὐνοίᾳ ἔ. Demosth. 18, 167). ἐν ἑτοίμῳ ἔ. 2 Cor 10:6 (ἕτοιμος b). ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν he has no hold on me J 14:30 (Appian, Bell. Civ. 3, 32 §125 ἔχειν τι ἔν τινι=have someth. [hope of safety] in someone). κατά τινος: on 1 Cor 11:4 s. above 4. ἔ. τι κατά τινος have someth. against someone Mt 5:23; Mk 11:25; w. ὅτι foll. Rv 2:14. ἔ. κατά τινος w. sim. mng. Hm 2:2; Hs 9, 23, 2; w. ὅτι foll. Rv 2:4, 20. ἔ. τινὰ κατὰ πρόσωπον meet someone face to face Ac 25:16. μετά: ἔ. τι μετά τινος have someth. w. someone κρίματα lawsuits 1 Cor 6:7. περί: ἔ. περί τινος have (a word, a reference, an explanation) about someth. B 12:1; with adv. τελείως 10:10. πρός τινα have someth. against someone (Ps.-Callisth. 2, 21, 21 ὅσον τις ὑμῶν ἔχει πρὸς ἕτερον) Ac 24:19. ζητήματα ἔ. πρός τινα have differences w. someone (on points in question) 25:19. λόγον ἔ. πρός τινα 19:38. πρᾶγμα (=Lat. causa, ‘lawsuit’: BGU 19 I, 5; 361 II, 4) ἔ. πρός τινα (POxy 743, 19 [2 B.C.] εἰ πρὸς ἄλλους εἶχον πρᾶγμα; BGU 22:8) 1 Cor 6:1. ἵνα ἔχωσιν κατηγορίαν αὐτοῦ J 8:4 D (cp. 5 above). πρός τινα ἔ. μομφήν have a complaint against someone Col 3:13.
    τοῦτο ἔχεις ὅτι you have this (in your favor), that Rv 2:6. ἔ. ὁδόν be situated (a certain distance) away (cp. Peripl. Eryth. 37: Ὡραία ἔχουσα ὁδὸν ἡμερῶν ἑπτὰ ἀπὸ θαλάσσης) of the Mt. of Olives ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἰερουσαλὴμ σαββάτου ἔχον ὁδόν Ac 1:12.—ἴδε ἔχεις τὸ σόν here you have what is yours Mt 25:25. ἔχετε κουστωδίαν there you have a guard (=you can have a guard) 27:65 (cp. POxy 33 III, 4).
    to be in some state or condition, act. intr. (spatially: Ath. 25, 1 οἱ ἄγγελοι … περὶ τόν ἀέρα ἔχοντες καὶ τὴν γῆν) w. adv. (Hom. et al.; ins, pap, LXX).
    impers. it is, the situation is (Himerius, Or. 48 [=Or. 14], 10 πῶς ὑμῖν ἔχειν ταῦτα δοκεῖ; =how does this situation seem to you? Just., D. 3, 5 τὸ … ὡσαύτως ἀεὶ ἔχων) ἄλλως 1 Ti 5:25. οὕτως (Antig. Car. 20; Cebes 4, 1; POxy 294, 11 [22 A.D.] εἰ ταῦτα οὕτως ἔχει; TestSol 20:8; Jos., Ant. 15, 261; Just., D. 3:5 οὐχ οὕτως ἔχει) Ac 7:1; 12:15; 17:11; 24:9. τὸ καλῶς ἔχον what is right 1 Cl 14:2 (Michel 543, 12 [c. 200 B.C.] καλῶς ἔχον ἐστὶ τιμᾶσθαι τοὺς εὔνους ἄνδρας). τὸ νῦν ἔχον for the present Ac 24:25 (cp. Plut., Mor. 749a; Lucian, Anachars. 40, Catapl. 13 τὸ δὲ νῦν ἔχον μὴ διάτριβε; Tob 7:11).
    pers. be (in a certain way) πῶς ἔχουσιν how they are Ac 15:36 (cp. Gen 43:27; Jos., Ant. 4, 112). ἑτοίμως ἔ. be ready, hold oneself in readiness w. inf. foll. (BGU 80, 17 [II A.D.] ἡ Σωτηρία ἑτοίμως ἔχουσα καταγράψαι; Da 3:15 LXX; Jos., Ant. 13, 6; Just., D. 50, 1) 21:13; 2 Cor 12:14; 1 Pt 4:5. Also ἐν ἑτοίμῳ ἔ. 2 Cor 10:6 (s. ἕτοιμος b end). εὖ ἔ. be well-disposed πρός τινα toward someone Hs 9, 10, 7 (cp. Demosth. 9, 63 ἥδιον ἔχειν πρός τινα; SIG 1094, 4 φιλανθρώπως ἔχει πρὸς πάντας). κακῶς ἔ. be sick (Aristoph. et al.; POxy 935, 15; Ezk 34:4) Mt 4:24; 8:16; 9:12b; 17:15 v.l. (see πάσχω 2). καλῶς ἔ. be well, healthy (Epict. 1, 11, 4; PGen 54, 8; PFlor 230, 24) Mk 16:18; ἐσχάτως ἔ. (s. ἐσχάτως) 5:23; κομψότερον ἔ. feel better (κομψῶς ἔ.: Epict. 2, 18, 14; 3, 10, 13; PParis 18; PTebt 414, 10 ἐὰν κομψῶς σχῶ) J 4:52.
    to be closely associated, in a variety of renderings, hold fast, be next to, be next, mid. (Hom. et al.) in NT only ptc.
    of proper situation or placement, esp. of inner belonging hold fast, cling to. The ‘to’ of belonging and the ‘with’ of association are expressed by the gen. (Theognis 1, 32 ἀεὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχεο=ever hold fast to the good people; X., Oec. 6, 1; Pla., Leg. 7, 811d; Lucian, Hermot. 69 ἐλπίδος οὐ μικρᾶς ἐχόμενα λέγεις; Sallust. 14 p. 26, 24 τ. θεῶν; Philo, Agr. 101 τὰ ἀρετῆς ἐχόμενα; Jos., Ant. 10, 204 οὐδὲν ἀνθρωπίνης σοφίας ἐχόμενον, C. Ap. 1, 83 παλαιᾶς ἱστορίας ἐχόμενον; Just., A I, 68, 1 λόγου καὶ ἀληθείας ἔχεσθαι; Tat. 33, 1 μανίας ἔχεται πολλῆς; Ath., R. 48, 3 λόγῳ … ἀληθείας ἐχομένῳ) τὰ ἐχόμενα σωτηρίας things that belong to salvation Hb 6:9.
    of proximity
    α. spatial, to be next to someth: ἐχόμενος neighboring (Isocr. 4, 96 νῆσος; Hdt. 1, 134 al. οἱ ἐχόμενοι=‘the neighbors’; Diod S 5, 15, 1; Appian, Bell. Civ. 2, 71 §294; Arrian, Peripl. 7, 2; PParis 51, 5 and oft. in pap; 1 Esdr 4:42; Jos., Ant. 6, 6 πρὸς τὰς ἐχομένας πόλεις; 11, 340) κωμοπόλεις Mk 1:38.
    β. temporal, to be next, immediately following (Thu. 6, 3, 2 τ. ἐχομένου ἔτους al.; SIG 800, 15; PRev 34, 20; PAmh 49, 4; PTebt 124, 43; LXX) τῇ ἐχομένῃ (sc. ἡμέρᾳ, as Polyb. 3, 112, 1; 5, 13, 9; 2 Macc 12:39; Jos., Ant. 6, 235; 7, 18 al.; cp. εἰς τὴν ἐχομένην [i.e. ἡμέραν] PMich 173, 16 [III B.C.]) on the next day Lk 13:33 (v.l. ἐρχομένῃ); Ac 20:15; w. ἡμέρᾳ added (PAmh 50, 17) 21:26. τῷ ἐχομένῳ σαββάτῳ 13:44 v.l. (for ἐρχομένῳ; cp. 1 Macc 4:28, where the witnesses are similarly divided).—On the whole word HHanse, ‘Gott Haben’ in d. Antike u. im frühen Christentum ’39.—B. 641; 740. EDNT. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἔχω

  • 13 έχω

    (παρατ είχα, αόρ. εσχον) 1. μετ.
    1) в разн. знач иметь;

    έχω σπίτι (άλογο, μαγαζί) — иметь дом (лошадь, магазин);

    έχω πολλούς φίλους — иметь много друзей;

    έχω δυό παιδιά — иметь двоих детей;

    δεν έχω τίποτα — ничего не иметь;

    δεν έχει ποτέ του χρήματα πάνω του — он никогда не имеет при себе денег;

    έχω χρέη — иметь долги;

    έχω γερά δόντια — иметь крепкие зубы;

    έχω ωραία φωνή — обладать прекрасным голосом;

    έχω ισχυρή μνήμη — иметь крепкую память;

    έχω δικαίωμα (τη δυνατότητα) — иметь право (возможность);

    έχω μεγάλη επιθυμία — иметь большое желание, сильно желать;

    έχω μεγάλη σημασία — иметь большое значение;

    έχω υπόληψη (εκτίμηση) — пользоваться хорошей репутацией (уважением);

    έχω πείρα — иметь опыт;

    έχω στη διάθεση μου — иметь в своём распоряжении, располагать (кем-чем-л.);

    δεν έχω καιρό — у меня нет времени, мне некогда;

    δεν έχω όρεξη (διάθεση) — не иметь аппетита (настроения);

    έχει ομορφιά — он красив;

    έχει λεβεντιά — он молодец;

    ασχήμια πού την έχει! — разве он не красив?!, чем он плох?!;

    έχουμε μουσαφιρέους ( — или μουσαφίρη δες) — у нас сегодня гости;

    έχουμε άνοιξη — у нас весна;

    έχουμε δημοκρατία — у нас демократический строй;

    2) держать, оставлять;

    έχω ανοικτά τα παράθυρα — держать окна открытыми;

    3) держать, содержать (где-л.);

    τον έχουν (στη) φυλακή ( — или μέσα) — его содержат в тюрьме:

    4) стоить;

    πόσο έχει; — сколько стоит?;

    5) считать, полагать;

    τον έχουν γιά πλούσιο (τρελλό) — его считают богатым (сумасшедшим);

    τον έχουν χαμένο — его считают погибшим;

    δεν σ'εχω άξιο να το κάμεις я не думаю, что ты способен на это;

    τον έχω σαν πατέρα — я считаю его своим отцом;

    δεν σ' έχω άνθρωπο, αν δεν το κάμεις ты бу- дешь последним человеком, если не сделаешь этого;
    δεν σού τώχα να είσαι τόσο ζηλιάρης я не думал, что ты та- кой ревнивый;

    τό έχω ντροπή μου — мне стыдно за себя;

    τό έχω τιμή μου πού... — я горжусь тем, что...;

    καλλίτερα έχω να... — я предпочитаю..., лучше...;

    6) страдать, быть больным (чём-л.);

    έχ πνευμονία (φθίση, πυρετό, βήχα) — у меня воспаление лёгких (туберкулёз, жар, кашель);

    7) заключать в себе;

    δεν έχει τίποτε ιιέσα — быть пустым;

    τό μπουκάλι δεν έχει πλέον τίποτε — в бутылке больше ничего нет;

    8) носить (усы и т. п.);

    έχω γένεια — носить бороду;

    9) (о времени, большей частью не переводится):

    έχει χρόνια στην Αμερική — он уже три года живёт в Америке;

    έχει ώρα πού εφυγε — он уже давно ушёл;

    έχω καιρό να... — я уже давно не...;

    έχω καιρό να φάω κρέας — я давно не ел мяса;

    έχει δυό μέρες να φάει — он уже два дня ничего не ел;

    έχω ενα χρόνο να τον δώ [ — уже год, как я его не видел;

    10) (в сочетании с сущ. обозначает действие или состояние по значению данного сущ.):

    έχω χρέος — я должен, я обязан;

    έχω χρείαν — нуждаться;

    έχω πένθος — быть в трауре, носить траур;

    έχω τη γνώμη — иметь мнение, полагать, думать;

    έχω τη δύναμη — быть в состоянии, мочь;

    έχω τρεχάματα — суетиться, хлопотать;

    § έχω εξ ακοής — знать понаслышке;

    έχω υπόψη (υπ' όψιν) — иметь в виду;

    έχω ουμε υπ' όψιν... — имеется в виду;

    έχω την τιμή... — иметь честь...;

    δεν έχω την τιμή να γνορίζω... — не имею чести знать...;

    έχω τό λόγο — моя очередь выступать, прошу слова;

    τό λόγο έχει... — слово имеет..., слово предоставляется...;

    τα έχω καλά (κακά) με... — быть в хороших (плохих) отношениях с...;

    έχκαίγω να κάνω σ' αυτή τη δουλειά — я тоже участвую в этом деле, и я заинтересован в этом деле;

    δεν έχω καμιάν αντίρρηση — не иметь ничего против;

    δεν έχω ιδέα ( — или είδηση) — не иметь никакого представления, ничего не знать;

    δεν έχει καθόλου μυαλό — у него голова совсем не работает;

    δεν το χει γιά τίποτα να... ему ничего не стоит..., он может запросто..., он способен на...;

    δεν τον έχω σε υπόληψη — я его не уважаю;

    την έχω ασχημα — плохи мои дела;

    τό έχω σε καλό (κακό) — для меня эτο — хорошее (плохое) предзнаменование;

    έχω кап να σού πω — я хочу кое-что тебе сказать;

    έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — а) не спускать глаз (с кого-л.), присматривать как следует (за кем-л.); — б) смотреть в оба;

    πού είχες τα μάτια σου και δεν τον είδες куда смотрели твой глаза, что ты не видел его;

    τον έχω σαν τα μάτια μου — я им очень дорожу;

    δεν έχω μάτια να τον δώ — я не могу его видеть;

    έχω τη συνήθεια — иметь обыкновение;

    έχω σχέση — иметь отношение;

    έχω τα νεύρα μου — нервничать, быть в раздражённом состоянии;

    έχω την πλώρη μου κατά τον κάβο — держать курс на мыс;

    έχω κάποιον μη στάξει και μη βρέξει — носить кого-л. на руках;

    έχω σκοπό να... — намереваться, иметь целью...;

    έχω στο νού μου — или έχω κατά νούν — иметь на уме, собираться, намереваться;

    έχω τό νού μου — а) обращать внимание;

    б) быть бдительным, осмотрительным;

    έχει το νού του πάντα στίς γυναίκες — у него вечно женщины на уме;

    έχε το νού σου στο φαί — посмотри за едой (которая варится, жарится);

    τα έχω σωστά — или τα έχω τετρακόσια — а) быть семи пядей во лбу; — б) быть в здравом уме;

    τα έχω με κάποιον — а) питать вражду к кому-л.; — б) завязывать любовную связь с кем-л.;

    τα έχω με τον Γιάννη — мы в плохих отношениях с Янисом;

    τα έχω ψήσει — завязывать любовные связи;

    τον έχει με το μέρος του — он обеспечил себе его поддержку;

    τον έχω στο χέρι — я его держу в руках, он у меня в руках;

    μάς είχε τραπέζι он устроил для нас обед;
    εχετε την καλωσύνη... будьте добры (любезны)...;

    έχετε γεια! — будьте здоровы!, до свидания!;

    έτσι το έχουμε — у нас так, такой у нас обычай;

    τί έχεις; — что с тобой?;

    τί έχουμε;

    что нового?;
    τί 'χαμέ τί χάσαμε нам нечего было терять;

    έχε χάρη πού... — благодари бога, что...;

    να 'χεις χάρη τού πατέρα σου ειδεμή... благодари своего отца, иначе...;

    έχει τα ροΰχα της — у неё менструация;

    έχει τα ρούχα του — или έχει τα φεγγαριάτικά του — у него припадок;

    τό έχει το σκαρί του — у него такая натура;

    τα έχω χαμένα — я не знаю, что делать;

    έχει τα χρονάκια του — он не такой уж молодой;

    από δώ τον είχα, από κει τον είχα, τον κατάφερα я его кое-как уговорил;
    ας τα κλαίει, πού τα χει его у бы- ток, ему и плакать;

    καλώς έχόντων των πραγμάτων — если всё будет хорошо, если ничего не случится;

    κάλλιο (или καλύτερα) το χω... παρά... или κάλλια χω... παρά... или έχω καλλίτερα να... παρά... лучше... чем...;

    ουκ άν λάβεις παρά τού μη έχοντος — погов, с голыша не возьмёшь ни шиша;

    τί έχεις, Γιάννη;

    τί χα πάντα погов, каким ты был, таким и остался;

    όποιος έχει παπούτσια, χτυπάει τα τακούνια — посл. у кого есть ботинки, тот и топает каблуками; — кто платит деньги, тот и заказывает музыку;

    εμείς ψωμί δεν έχουμε και λάχανο αγοράζουμε — посл, хлеба нет, а капусту покупаем; — ест орехи, а на зипуне прорехи;

    όποιος έχεν πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα — погов, у богатого и по бороде масло течёт; — не знает, куда девать (что-л.), с жиру бесится;

    2. αμετ.
    1) чувствовать себя;

    πως έχετεστήν υγεία σας; — как ваше здоровье?;

    2) απρόσ. есть, имеется;

    δεν έχει ψωμί στο σπίτι — в доме нет хлеба;

    δεν έχει πλέον — больше нет, не имеется;

    έχει κουνέλια εδώ — здесь есть кролики;

    επάνω στο τραπέζι έχει ένα κανάτι νερό — на столе стоит графин с водой;

    σήμερα έχει βροχή (κρύο, λάσπη, αέρα) — сегодня дождь (холод, грязь, ветер);

    αύριο θα έχει ωραία ημέρα — завтра будет хороший день;

    έχει καλώς — хорошо;

    έχει χορό απόψε — у нас сегодня вечер, бал;

    δεν έχει πιά γκρίνιες никто больше не ноет, не хнычет;
    3. (вспомогательный гл. для образования перфектной формы):

    έχω γράψει, — или έχ γραμμένο — я уже написал;

    είχα γραφθεί я уже записался;
    4. (с зависимым наклонением обозначает долженствование):

    έχω να γράψω (να πλύνω) — я должен написать, (постирать);

    έχω να κάνω με... — я должен иметь дело...;

    έχω να πάρω εκατό δραχμές — мне причитается сто драхм;

    δεν έχεις να πας πουθενά — ты отсюда не должен никуда уходить;

    § πόσο έχει ο μήνας; — какое сегодня число?;

    έχει δεν έχει — как бы то ни было, так или иначе;

    είχε δεν είχε το έκαμε он всё-таки это сделал;

    δεν έχει να κάνει — не имеет значения;

    ούτως έχει το πράγμα — вот так обстоит дело;

    δεν έχω πού ( — или πουθενά) να... — мне некуда...;

    δεν έχω πού να βάλω τα πράγματα μου — мне некуда положить вещи;

    δεν έχω πουθενά να πάω — мне некуда пойти;

    έχομαι

    1) — придерживаться;

    έχομαι στερρώς των ιδεών μου — твёрдо придерживаться своего мнения;

    2) содержать, заключать в себе;

    οι λόγοι του δεν έχονται αληθείας — его слова лишены правды

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έχω

  • 14 κοινός

    κοινός, ή, όν, also ός, όν S.Tr. 207 (lyr.):—
    A common (opp. ἴδιος), not in Hom. (v. ξυνός) ; ἐκ κοινοῦ shared in common, Hes.Op. 723;

    ἔσται γὰρ βίος ἐκ κ. Ar.Ec. 610

    ; of a common altar, Simon.140;

    τὸ τέμενος εἶναι κ. SIG1044.29

    (Halic., iv/iii B.C.);

    κ. ἔρχεται κῦμ' Ἀΐδα Pi.N.7.30

    ; τρεῖς.. κ. ὄμμ' ἐκτημέναι, of the Gorgons, A.Pr. 795; κ. ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, of Prometheus, ib. 613;

    τὰς γυναῖκας εἶναι κοινάς Pl. R. 457d

    : prov.,

    κοινὸν τύχη A.Fr. 389

    , cf. Men.Mon. 356;

    κοινὰ τὰ τῶν φίλων E.Or. 735

    (troch.), Pl.Phdr. 279c, Men.9, etc.; κ. Ἑρμῆς 'share the luck', Id.Epit.67, 100; κ. ἀρωγά common aid (i.e. for all), S.Ph. 1145 (lyr.); ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά and let the shouts of males rise jointly, Id.Tr. 207 (lyr.);

    κ. πόλεμον πολεμεῖν X.Hier.2.8

    ;

    τὸν ἀέρα τὸν κ. Men.531.8

    ;

    κ. τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί Id.538.8

    ;

    κ. ἀγαθὸν τοῦτ' ἐστί, χρηστὸς εὐτυχῶν Id.791

    : c. dat., κ. τινί common to or with another,

    ὑμῖν φῶς.. καὶ τοῖσδ' ἅπασι κ. A.Ag. 523

    ;

    ὁ δαίμων κ. ἦν ἀμφοῖν ἅμα Id.Th. 812

    ;

    θάλατταν κ. ἐᾶν τοῖς ἡττημένοις And.3.19

    ;

    οἰκία.. κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ Id.1.147

    ; [πολιτεία] τίς κοινοτάτη; Arist.Pol. 1289b14, cf. 1265b29;

    κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα X.HG7.1.32

    ;

    τὸν ἥλιον τὸν κ. ἡμῖν Men.611

    : c. gen.,

    πάντων αἰθὴρ κ. φάος εἱλίσσων A.Pr. 1092

    (anap.), cf. Pers. 132 (lyr.), Eu. 109, Pi.N.1.32; κ. τῶν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων shared in by both.., Pl.Mx. 241c, etc.: with Preps., τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., v. infr. v;

    κ. κατ' ἀμφοτέρων A.D.Synt.144.19

    ;

    οὐ γίγνεταί μοί τι κ. πρός τινα AP11.141

    (Lucill.), cf. Iamb.Myst.5.7; μέρος κ. πρός τινα shared with.., CPR22.11 (ii A.D.), etc.;

    κ. μεταξύ τινων Stud.Pal.1.7

    ii 11
    (v A.D.).
    II in social and political relations, public, general, τὸ κ. ἀγαθόν the common weal, Th.5.90;

    κ. λόγῳ Id.5.37

    , Hdt.1.141; κ. στόλῳ ib. 170;

    ἀδικήματα D.21.45

    ;

    ὁ τῆς πόλεως κ. δήμιος Pl.Lg. 872b

    ; κοινότατον of public or general interest, ib. 724b, cf. Arist.Rh. 1354b29; of constitutions, popular, free,

    κοινοτέραν εἶναι τὴν ἐκείνου μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isoc.10.36

    .
    2 τὸ κ. the state,

    τὸ κ. Σπαρτιητέων Hdt.1.67

    : abs., of one's own state, Ar.Ec. 208, etc.;

    τὸ κ. ὠφελεῖται Antipho 3.2.3

    , cf. X.Cyr.2.2.20;

    τὰς ὠφελείας ἅπασιν εἰς τὸ κ. ἀπεδίδου Isoc.10.36

    .
    b esp. of leagues or federations,

    τὸ κ. τῶν Ἰώνων Hdt.5.109

    ;

    τῶν συμμάχων Isoc.14.21

    ;

    τῶν Βοιωτῶν SIG457.10

    (Thespiae, iii B.C.), Plb.20.6.1 (pl.), etc.; ἄνευ τοῦ πάντων κοινοῦ (sc. τῶν Θεσσαλῶν) Th.4.78; also, of private associations, Test.Epict.1.22, SIG 1113 ([place name] Loryma), al.; of guilds or corporations,

    τὸ κ. τῶν τεκτόνων POxy.53.2

    (iv A.D.); of boards of magistrates, τὸ κ. τῶν ἀρχόντων ib.54.12 (iii A.D.).
    c the government, public authorities, Th.1.90, 2.12, etc.;

    τὰ κ. Hdt.3.156

    ;

    ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κ. Th.5.37

    ; ἀπὸ τοῦ κ. by public authority, Hdt.5.85, 8.135; σὺν τῷ κ. by common consent, Id.9.87.
    d the public treasury,

    χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κ. γενομένων Id.7.144

    ;

    ἐν τῷ κ. καὶ ἐν τοῖς ίεροῖς Th.6.6

    , cf. 17;

    χρήματα δοῦναι ἐκ τοῦ κ. Hdt.9.87

    ; ἔχειν ἐν κοινῷ (without the Art.), Th.1.80, cf. Sch.adloc.
    e common right or rights of citizens,

    τὸ κ. τὸ τῶν πολιτῶν Arist.Pol. 1283b41

    .
    3 τὰ κ. public affairs: πρὸς τὰ κ. προσελθεῖν, προσιέναι, to enter public life, D. 18.257, Aeschin.1.165; but also, the public money, Ar.Pl. 569, D.8.23 (in full,

    τὰ κ. χρήματα X.HG6.5.34

    , Arist.Pol. 1271b11); τὰ κ. τῆς πόλεως, opp. τὰ ἁγνά, BMus.Inscr.4.481*.383; ἀπὸ κοινοῦ at the public expense, X.An.4.7.27, 5.1.12;

    ἐκ κοινοῦ φαγεῖν Euphro 8.4

    , cf. Antiph. 230; ἐκ κ. from common funds, at joint expense, PGrenf.1.21.19 (ii B.C.).
    III common, ordinary,

    τὰ κ. εἰδέναι Pl.Ax. 366b

    ;

    διὰ τῶν κ. ποιεῖσθαι τὰς πίστεις Arist.Rh. 1355a27

    ; κοινοτάτη τῶν αἰσθήσεων [ἡ ἁφή] Id.EN 1118b1; τὰ κ. commonplaces, Men.Sam.27, Epit. 309; so

    κ. τόπος Hermog.Prog.6

    , Aphth.Prog.7; ἡ κ. ἔννοια or ἐπίνοια, Plb. 2.62.2, 6.5.2; κ. νοῦς, φρένες, common sense, Phld.Rh.1.37 S., 202 S.; κ. καὶ διήκουσαι κακίαι general and all-pervading vices, Id.Sign.28;

    κ. καὶ δημώδη ὀνόματα Longin.40.2

    ;

    κ. καὶ ἐν μέσῳ κείμενα ὀνόματα D.H.Lys.3

    ; ἡ κ. διάλεκτος every-day language (free from archaisms and far-fetched expressions), Id.Isoc.2;

    πεφευγὼς τὸ κ. Phld.Acad. Ind.p.53

    M.
    2 Gramm., ordinary, 'regular' Greek, opp. special dialects, διάλεκτοί εἰσι πέντε, Ἀτθὶς Δωρὶς Αἰολὶς Ἰὰς καὶ κ. Sch.D.T. p.14 H., cf. D.S.1.16, Theodos.Can.p.37 H., etc.; ἡ κ. alone, A.D. Conj.223.24; τὸ κ. ἔθος, ἡ κ. ἐκφορά, Id.Adv.155.10, Pron.4.27; οἱ κ. the writers who use this language, Sch.D.T.p.469 H., EM405.23.
    b colloquial, vulgar Greek, Moer.pp.201 ([comp] Comp., prob. for καιν-), 243 P., al.
    c ἡ κ. διάλεκτος demotic Egyptian, Manethoap. J.Ap.1.14.
    3 common, of inferior quality,

    χρυσός POxy.905.5

    (ii A.D.), 1273.6 (iii A.D.).
    4 in magical formulae, of words added at will by the user, ' and so forth', freq.in Pap., PMag.Osl.1.255, PMag.Par.1.273, al.; κοινὰ ὅσα θέλεις ib.2.53;

    ὁ κ. λόγος PMag.Lond.46.435

    ; cf. κοινολογία.
    IV of Persons, connected by common origin or kindred, esp.of brothers and sisters,

    κ. σπέρμα Pi.O.7.92

    , cf.S.OT 261, OC 535 (lyr.);

    κ. αἷμα Id.Ant. 202

    , cf. 1; κ. πατήρ, μήτηρ, PAmh.2.152.9(v/vi A.D.), PFlor.47.11 (iii A.D.); also

    κ. Χάριτες Pi.O.2.50

    .
    2 one who shares in a thing, partner,

    ἐν θύμασιν κ. ποεῖσθαί τινα S.OT 240

    ;

    κ. ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι Id.Aj. 267

    , cf. Ar.V. 917; also κ. τῷ θεῷ belonging in part to the god (who claims tithe of his substance), Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).
    3 lending a ready ear to all, impartial,

    μὴ οὐ κ. ἀποβῆτε Th.3.53

    ; neutral, ib.68;

    κοινοὺς τῷ τε διώκοντι καὶ τῷ φεύγοντι Lys.15.1

    ;

    μέτριος καὶ κ. Arist.Ath.6.3

    ; κοινοί, οἱ, arbitrators, GDI1832.10 (Delph.);

    κ. μεσίτης PStrassb.41.14

    (iii A.D.); of a capital city, δεῖ.. κοινὴν εἶναι τῶν τόπων ἁπάντων easily accessible on all sides, Arist.Pol. 1327a6.
    b courteous, affable, X. Cyn.13.9;

    κ. ἅπασι γενέσθαι Isoc.5.80

    ;

    τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κ. Democh.2

    J.;

    ἔχειν τὰς κ. φρένας Phld.Rh.1.202

    S.
    c in bad sense, κοινή, , prostitute, Vett.Val.119.30, Porph.Hist.Phil.12 (pl.).
    d of events, κοινότεραι τύχαι more impartial, i.e. more equal, chances, Th.5.102; ἔστιν ἐν τῷ κ. πᾶσι c. inf., And.2.6.
    V in Logic, general, universal, τὸ κ. λαμβάνειν περί τινων, τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., Pl.Tht. 185b, 185c;

    τὰ κ. λεγόμενα ἀξιώματα Arist.APo. 76b14

    ; αἱ κ. ἀρχαί ib. 88a36; κ. ἔννοιαι axioms, heading in Euc.; general,

    κ. ὅρος Arist.Metaph. 987b6

    ; κοινὰ καὶ στοιχειώδη general principles, Phld.Rh.1.69S.; κ. σημεῖον, opp. ἴδιον, Id.Sign.14; κ. κρίσις objectively valid judgement, Id.Po.5.22;

    ὄνομα κ. Str.10.2.10

    ; abstract,

    ὁ κ. ἄνθρωπος καὶ λογισμῷ ληπτός Dam.Pr. 341

    .
    VI Gramm.,
    1 κ. συλλαβή common syllable, capable of being long or short, D.T.633.17, Heph. 1.4.
    b κ. ποιήματα, poems which are both κατὰ στίχον and συστηματικά, e.g. the Sapphic stanza, Id.pp.58,59 C.; also, poems of ambiguous metrical form, Id.p.60 C.
    2 v.supr.111.2.
    3 of gender,

    κ. γένος D.T.634.19

    ; of nouns, A.D.Pron.30.7, al., EM143.33, 305.19, etc.
    4 ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν, of two clauses taking a word in common, A.D.Synt.122.14, al.; κοινὸν or ἐκ κοινοῦ παραλαμβάνεσθαι, ib.20, 28, al.
    VII of forbidden meats, common, profane,

    φαγεῖν κ. καὶ ἀκάθαρτον Act.Ap.10.14

    , cf. Ep.Rom.14.14;

    κ. χερσὶ ἐσθίειν Ev.Marc.7.2

    .
    VIII κοινόν, τό, name of an eye-salve, CIL 13.10021.3, al.
    B Adv. κοινῶς in common, jointly, E. Ion 1462;

    τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.817

    : [comp] Comp., ἐν Κρήτῃ -οτέρως [ἔχει τὰ τῶν συσσιτίων] Arist.Pol. 1272a16.
    2 publicly,

    κ. μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν Th.2.42

    , etc.
    3 sociably, like other citizens,

    οὐδὲ κ. οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isoc.4.151

    ;

    ἴσως καὶ κ. πρός τινα προσφέρεσθαι Arist.Rh.Al. 1430a1

    ;

    κ. καὶ φιλικῶς Plu.Ant.33

    ; μετρίως καὶ κ. ὰσπάζεσθαι Id.Arat.43.
    4 in general, Diph.Siph. ap. Ath. 3.81a; ἡ κ. σύνεσις, τὸ κ. ἄνθρωπον", Phld.Vit.p.34J., Mort.38; opp. ἰδίως, Demetr.Lac.Herc.1014.41, Plu.Marc.8, cf. Longin.15.1;

    κοινότερον εἰπεῖν Phld.Rh.1.256

    S.; - οτέρως Orib.Fr.93.
    5 in the common dialect, A.D.Pron.82.27, al.: [comp] Comp. - ότερον Id.Synt.159.5.
    6 in plain language, opp. σοφιστικῶς, Plu.2.659f; in the ordinary or wide sense, opp. κυρίως, Them.in APo.5.5: [comp] Comp., M.Ant. 2.10.
    II fem. dat. [full] κοινῇ; [dialect] Dor. [full] κοινᾷ SIG56.11 (Argos, v B.C.); [dialect] Boeot. [full] κυνῆ ib.635.31 (Acraeph., ii B.C.):—in common, by common consent, Hdt.1.148, 3.79, S.OT 606, OC 1339, E.Hipp. 731, Th.1.3, etc.;

    κ. πᾶσι καὶ χωρίς Arist.Pol. 1278b23

    , cf. Ath.40.3; κ. μετά τινος, κ. σύν τινι, Pl.Smp. 209c, SIG346.27 (iv B.C.), X.Mem.1.6.14, etc.;

    ἰδίᾳ τε καὶ κ. Alex.291

    : also neut.pl.

    κοινά S.Ant. 546

    .
    2 publicly,

    καὶ κ. καὶ ἰδίᾳ X.HG1.2.10

    , Mem.2.1.12, etc.
    3 as Prep. c. dat., together with, E. Ion 1228, Hel. 829, Fr. 823.
    III with Preps., εἰς κοινόν in common, in public,

    ὑμῖν τῇδέ τ' ἐς κ. φράσω A.Pr. 844

    ;

    πᾶσιν ἐς κ. λέγω Id.Eu. 408

    , cf.Ar.Av. 457 (lyr.), Pl.Lg. 796e;

    εἰς κ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι D.19.156

    ; εἰς τὸ κ. λέγειν, ἀγορεύειν, Pl.Tht. 165a, X. An.5.6.27; εἰς τὸ κ. for public use, Pl.Lg. 681c.
    2 ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ κοινοῦ, v.A.1.1, 11.3, VI.4.
    3 ἀφεῖσαν ἐν κοινῷ ζητεῖν, Lat. rem in medio reliquerunt, Arist.Metaph. 987b14; but οἱ ἐν κ. γιγνόμενοι λόγοι, = οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι, Id.de An. 407b29.
    4 κατὰ κοινόν, opp. κατ' ἰδίαν, jointly, in common, Lexap.D.21.94, Plb.4.3.5; prob. for

    κατὰ κοινοῦ Id.11.30.3

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινός

  • 15 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 16 σπάω

    σπάω, S.Ant. 1003, Ar. Pax 498, etc.: [tense] fut. σπάσω [ᾰ] Lyc.484, ([etym.] δια-) Hdt.7.236, ([etym.] ἐπι-) S.Aj. 769: [tense] aor.
    A

    ἔσπᾰσα Il.13.178

    (tm.), [dialect] Ep.

    σπάσα 5.859

    (tm.), etc.: [tense] pf.

    ἔσπᾰκα Arist.Pr. 930a21

    , ([etym.] ἀν-) Hp.Superf. 22, Ar.Ach. 1069:—[voice] Med., [tense] fut.

    σπάσομαι Hp.Vict.2.38

    , etc.: [tense] aor.

    ἐσπᾰσάμην Il.19.387

    , Hdt.3.29, Philostr.VA7.42, [dialect] Ep.

    σπασάμην Od. 10.166

    , [dialect] Ep. also σπάσσασθε, σπασσάμενος (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.

    σπασθήσομαι Gal.16.760

    , ([etym.] δια-) X.An.4.8.10: [tense] aor.

    ἐσπάσθην Il.11.458

    , etc.: [tense] pf.

    ἔσπασμαι Hp.Morb.1.20

    , ([etym.] δι-) Th.6.98, etc.; also in med. sense, X.An.7.4.16, Cyr.7.5.29. Mostly poet. ( ἕλκω being preferred in Prose):— draw, hence,
    I of a sword, draw, mostly in [voice] Med.,

    φάσγανά τε σπάσσασθε Od.22.74

    ;

    σπασσάμενος.. ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ Il.16.473

    ;

    ἐκ δ' ἄρα σύριγγος.. ἐσπάσατ' ἔγχος 19.387

    ;

    σπασαμένων τὰς μαχαίρας PTeb.48.19

    (ii B.C.), cf. 138 (ii B.C.): in [voice] Act.,

    ξίφος σπάσαντα E.Or. 1194

    ;

    φάσγανον σπάσας χερί Id.IT 322

    :—[voice] Pass., ἐσπασμένοι τὰ ξίφη having their swords drawn, X.An.7.4.16;

    ἐσπασμένον ὃν εἶχεν ἀκινάκην Id.Cyr.7.5.29

    ;

    ἐσπασμένοις τοῖς ξίφεσι D.S. 4.52

    .
    3 abs., σπᾶτ' ἀνδρείως pull, hoist away, like men, Ar. Pax 498.
    II of violent actions, pluck off or out,

    κόμην S.OT 1243

    ;

    λάχνην Id.Tr. 690

    ; cf. σπαστέος.
    2 tear, rend, esp. of ravenous animals, S.Ant. 258, 1003; λαιμοτόμους κεφαλάς dub. l. in E.IA 776 (lyr.); σ. τοῖς ὄνυξιν [τοὺς νεοττούς], of the eagle, Arist.HA 619b31:—[voice] Pass., φλέβιον, σάρκα σπασθῆναι, Hp.Morb. 1.17.
    3 wrench, sprain,

    τὸ σκέλος ἔσπασε Plu.Arat.33

    :—[voice] Pass.,

    τὸν μηρὸν σπασθῆναι Hdt.6.134

    ;

    τοὺς πόδας E.Cyc. 639

    .
    5 metaph., carry away, draw aside,

    ἀλλά σ' ἔσπασεν πειθώ S.El. 561

    ;

    τὰ πάθη οἷον νεῦρα σ. ἡμᾶς Pl. Lg. 644e

    .
    6 Medic., cause convulsion or spasm, v.l. in Hp.Art. 67:—[voice] Pass., to be convulsed,

    σπασθεὶς ἀποθνῄσκει Id.Aph.5.5

    , Thphr. HP 4.4.13, etc.; ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος, of Heracles in his agony, S.Tr. 786, cf. σπάσμα, σπασμός: metaph., to be harassed, anxious, Arr.Epict.1.1.16.
    III draw in, suck in,

    θρόμβον αἵματος A. Ch. 533

    ;

    ἔσπασεν ἄμυστιν ἑλκύσας E. Cyc. 417

    ; συνεκθανεῖν σπῶντα χρὴ τῷ πώματι ib. 571;

    μεστὴν ἀκράτου Θηρίκλειον ἔσπασεν Alex.5

    , cf. 285; opp. λάπτω, κάπτω, Plu. 2.699d, cf.

    σπάσις 11

    ; σ. τὸν μαστόν suck it, Arist.HA 587a33;

    σ. ἀμυστί Ael.NA6.51

    ; and in [voice] Med.,

    ταυρείου σπασάμενος αἵματος Apollod.1.9.27

    :—[voice] Pass., of the female, to be sucked, Arist.HA 576b11 ( τὸ ἄγαν σπᾶσθαι prob. l.); cf.

    ἕλκω A. 11.4

    .
    3 metaph., derive, τροφήν, of winds, Hp.Vict.2.38;

    πειθώ τε καὶ εἵμερον ἔσπασε ἐκ..

    drew, derived..,

    IG14.889

    ([place name] Sinuessa); σ. ἔρωτα enjoy it, Opp.H.4.270; ὀλίγον ὕπνου ς. snatch a little sleep, Hld.5.1:—[voice] Med., Id.2.16.
    2 of angling,

    ἡ μήρινθος οὐδὲν ἔσπασεν Ar. Th. 928

    : hence prov., οὐκ ἔσπασεν ταύτῃ γε 'he took nothing by his motion', Id.V. 175.
    V derive,

    ἐπωνυμίαν παρά τινων Philostr.VS2.10.6

    , cf. Ael.NA14.15 ([voice] Med.); ἀρχὴν λυρικῆς καὶ πέρας ς. AP9.184 (s. v.l.); ῥίζαν σ. τινός derive one's origin from.., Lyc.623;

    σ. τὴν κλῆσιν ἀπό τινος S.E.M.1.46

    ;

    ἔννοιαν θεοῦ ἐκ τῶν κατὰ τοὺς ὕπνους φαντασιῶν Epicur.Fr. 353

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάω

  • 17 χρέος

    χρέος, τό [dialect] Ep. [full] χρεῖος Hom. (who also uses χρέος, but only in Od., v. infr. 1.1): [dialect] Att. [full] χρέως Phryn.370, Moeris p.403 P., Choerob.in Theod.1.360H. (and this form appears in codd. of D.25.69, 33.24, 38.14, 40.37, 42.5; but χρέος in Pl.Plt. 267a, Lg. 958b): gen.
    A

    χρείους E.IA 373

    (troch., s. v.l.),

    χρέους Lys.17.5

    codd.,

    χρέως D.49.18

    (and so Choerob.l.c.); no dat. occurs in [dialect] Ep. forms:—pl., nom. and acc.

    χρέᾰ Hes.Op. 647

    ,

    χρέᾱ Ar.Nu.39

    , 443 (anap.), cf. Isoc.21.13, Pl.Lg. 684e, etc.; Arc. χρήατα (but Schwyzer [665] χρῆα τά) IG5(2).343.20, 27 (Orchom., iv B. C.); gen.

    χρεῶν Ar.Nu.13

    , 117, Pl.R. 566a, etc.; [dialect] Ep.

    χρειῶν Hes.Op. 404

    ( χρεέων cj. Rzach); [dialect] Ep. dat.

    χρέεσι Man. 4.135

    ;

    χρήεσσι A.R.3.1198

    : ([etym.] χράομαι, χρή):
    I that which one needs must pay, obligation, debt,

    Ἄρης.. χρέος καὶ δεσμὸν ἀλύξας Od. 8.353

    , cf. 355; χρεῖος ἀποστήσασθαι, i.e. pay it in full, Il.13.746: esp. of the obligation to restore or pay for 'lified' cattle and plunder, so the heralds of the Pylians summoned to share in booty all οἷσι χρεῖος ὀφείλετ'·.. πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον (where Sch. A, τὰ περιελασθέντα ἐκ τῆς Πύλου ὑπὸ τῶν Ἐπειῶν θρέμματα χρέως καλεῖ) Il. 11.686, cf. Od.3.367, 21.17; later simply, debt,

    αὐτὸς ἔτεισε.. χρέος Thgn.205

    ; ἀρᾶς τίνει χ. pays the debt demanded by the curse, A.Ag. 457 (lyr.); μή τι πέρα χρέος.. πόλει προσάψῃς debt, i. e. guilt, S.OC 235 (lyr.); χ. πράσσειν τινά exact payment of a debt from one, Pi.O.3.7; ἐμὸν καταίσχυνε χ. dishonoured my debt, i.e. dishonoured me for not paying my debt, for not keeping my promise, ib.10(11).8; τεὸν χ. the debt due to thee, Id.P.8.33: in Com. and Prose, χ. ἀποδιδόναι repay a debt, Hdt.2.136 (where also we have χ. διδόναι to give a loan, and χ. λαμβάνειν to receive a loan), cf. Ar.Nu. 117, Pl.Plt. 267a; ἔχω χ. ὡς εἰπεῖν οὐδὲν ἀνδρὸς Ἕλληνος I know of nothing that 1 owe to any man of Greece, Hdt.3.140;

    χ. ἀπαιτεῖν Plu.Oth.2

    ;

    τὰ ὑπάρχοντα τῶν χ. ἀνεῖσθαι Id.Sol.15

    ; τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέως (sc. ὀφειλόμενον) D.33.24; ὢ καλὸν εἰς ἄλοχον θέμενος χ., like χάριν θέσθαι (v.

    τίθημι A. 11.7

    fin.), Epigr. in Arch.Pap.1.220 ([place name] Ptolemaic);

    ἔχειν εἴς τι χ. Plu.Caes.48

    : pl., debts, Hes.Op. 647, Ar.Nu.13, etc.;

    χρειῶν λύσις Hes.Op. 404

    ;

    χρέα ἀπολαβεῖν And.3.15

    ;

    χρέα ἐπὶ τόκοις ὀφειλόμενα Is.11.42

    ; τὴν οὐσίαν ἅπασαν χρέα κατέλιπον left all the property in outstanding debts, D.38.7; εἰσπραχθέντα χρέα ibid.; ἐκπληρῶσαι τὸ χ. ἅπαν pay it, Pl.Lg. 958b;

    τὸ χ. διαλυέτω SIG306.46

    (Tegea, iv B. C.), cf. Plu.Luc.20 ([voice] Pass.);

    πρὸς τὰ χ. ἀπάγεσθαι Plb.38.11.10

    , D.H.4.9:—cf. ἀποκοπή.
    2 metaph., the debt that all must pay, fate, death,

    οὐκ ἔστι τὸ χ. φυγεῖν Alciphr.1.25

    ;

    τὸ τῆς ψυχῆς ἀπαιτηθεὶς χ. LXXWi.15.8

    ; also

    ἂν μή τις θᾶττον ὡς χ. ἀποδιδῷ τὸ ζην Pl.Ax. 367b

    ; ὁπότε εἰς τὸν ἀέρα ἀναδράμῃ τὸ χ. (sc. ἡ ψυχή, regarded as lent to the body) Vett.Val.330.33.
    II in Poets, business, affair, matter,

    ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409

    , cf. 2.45; χρέος πᾶν ἐπικραίνεις, of Pelasgos, A.Supp. 374 (lyr.); purpose, object, εἰ μὲν γὰρ ὑμῖν μὴ τόδ' ἐκπράξω χρέος ib. 472, cf. S.OT 156 (lyr.);

    πᾶν ὃ θέλεις.. χ. ἐκτετέλεσται Theoc.25.53

    : c. gen., σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χ. your affair, E.Hec. 892.
    2 almost = χρῆμα, thing, τί χρέος; = τί χρῆμα; A.Ag.85 (anap.), E.Heracl.95 (lyr.), cf. S.OC 251 (lyr.);

    ἐφ' ὅ τι χ. ἐμόλετε E.Or. 150

    (lyr);

    τί χ. ἔβα δωμα; Id.Fr. 1011

    (lyr.);

    τί καινὸν ἦλθε δώμασιν χ.; Id.HF 530

    , cf. Ar. Nu.30 (with play on signf.1), Theoc.24.66.
    3 ἐλάφους, μέγα τι χ. (cf.

    χρῆμα 11.3

    ) Call.Dian. 100.
    III in Od.11.479, ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος seems to be = Τειρεσίᾳ χρησόμενος (10.492) to consult him.
    2 elsewh. κατὰ χρέος means according to what is needful, in due fashion, h.Merc. 138, A.R.3.189, Arat.343.
    IV duty, task, charge, office,

    ἦλθε τωὔτ' ἐπὶ χρέος Pi.O.1.45

    , cf. 7.40;

    οἷς τόδ' ἦν χρέος A.Pers. 777

    , cf. Th.20;

    τὸ σὸν μελέσθω.. φρουρῆσαι χρέος S.El.74

    , cf. E.Or. 1253 (lyr.), IT 883 (lyr.).
    V τὸ συνδρῶν χ. the circumstance of being an accomplice, E.Andr. 337.
    VI anything useful or serviceable,

    χρεῶν χρηΐζοντι μετάδοσιν ποιήσασθαι Hp.

    Jusj.; δέκα στατῆρανς καταστασεῖ, τῶ δὲ χρήϊος ( = χρέους)

    διπλεῖ ὄτι κ' ὀ δικαστὰς ὀμόσει συνεσσάκσαι Leg.Gort.3.14

    , cf. 11, GDI5100.11 ([place name] Malla).
    2 value, validity, υηδὲν ἐς χρῆος (or χρέος) ἤμην τὰν δόσιν the gift shall be of no value, i. e. invalid, Leg.Gort.10.24, cf. 31.
    VII παρὰ χρέος, = παραχρῆμα, Call.Aet.Oxy.2080.14 ( παραχρῆμ' ap.Stob.), Nic.Al. 614 (prob. orig. = signf. VIII).
    VIII = χρεία, χρεώ, need, τί δ', ὦ τάλας, σε τοῦδ' ἔχει πλέκους χρέος; Answ.

    χ. μὲν οὐδέν, βούλομαι δ' ὅμως λαβεῖν Ar.Ach. 454

    , cf. Bion Fr.2.2.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρέος

  • 18 καταμιγνυμι

        и
        

    (Plut., только praes. и impf.) καταμιγνύω примешивать, присоединять (τὴ εἰς τὸν ἀέρα, τοὺς μετοίκους Arph.; τέν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem.; καταμεμῖχθαί τινι Arst.; ζῆλόν τινι, συμπόταις ἑαυτόν Plut.)

        πολλοὴ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen.многие солдаты смешались с городским населением

    Древнегреческо-русский словарь > καταμιγνυμι

  • 19 сбивать

    сбивать
    несов
    1. (сшибать) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ρίπτω κατά γής:
    \сбивать орехи (с дерева) ρίχνω κάτω τά καρύδια· \сбивать с ног ρίχνω κάτω, κάνω κάποιον νά πέσει· \сбивать самолет καταρρίπτω ἀεροπλάνο·
    2. прям., перен (спутывать) μπερδεύω κάποιον, περιπλέκω:
    \сбивать с толку кого-л. κάνω κάποιον νά τά χάσει, μπερδεύω κάποιον
    3. (сколачивать) σκαρώνω:
    \сбивать ящик из досок σκαρώνω κάσα ἀπό τίς σανίδες·
    4. (масло, сливки и т. п.) χτυπώ, δέρ(ν)ω· <> \сбивать каблуки τρίβω τά τακούνια τῶν παπουτσιών \сбивать цену χαμηλώνω τήν τιμή· \сбивать спесь κόβω τόν ἀέρα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > сбивать

  • 20 βηματίζω

    βημᾰτ-ίζω, ([voice] Act. only in Hsch.)
    II step, walk, Aesop. 322b.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βηματίζω

См. также в других словарях:

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • δυσσύνοπτος — η, ο (Α δυσσύνοπτος, ον) νεοελλ. (για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει αρχ. αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»